- μαστιχόδεντρο
- τοτο φυτό σχίνος ο μαστιχοφόρος που παράγει μαστίχι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστιχόδεντρο — το βοτ. το φυτικό είδος Pistacia lentiscus, τού γένους πιστακία, που είναι αειθαλής θάμνος τής οικογένειας ανακαρδίδες, από το οποίο παράγεται η μαστίχα, αλλ. σχίνος … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
μαστιχιά — η βοτ. το μαστιχόδεντρο … Dictionary of Greek
μαστίχι — μαστίχι, το και μαστίχα, η αρωματική ρητινώδης ουσία που βγαίνει από τη φλούδα του φυτού σχίνος ο μαστιχοφόρος (μαστιχόδεντρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστιχιά — η το μαστιχόδεντρο, το φυτό σχίνος ο μαστιχοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίνος — σχίνος, ο και σκίνο, το το μαστιχόδεντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)